προγυμναστήριο

προγυμναστήριο
το
1. ειδικός χώρος όπου προγυμνάζεται κανείς.
2. (ναυτ.), κατάστημα ή πλοίο όπου μένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προγυμναστήριο — το, Ν 1. ειδικός χώρος προγύμνασης 2. ναυτ. πλοίο όπου διαμένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω + επίθημα τήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”